Λέξη: πια
Σχετικές λέξεις: πια
ποια εισαι εσυ, ποια παιδια, πια γραμματικη αναγνωριση, ποια ειναι αυτα, ποια ταινια, πια βαφειαδου, ποια ειναι, ποια μιλαει, ποια ζωδια ταιριαζουν, ποια μερα, τωρα πια, φτανει πια
Μεταφράσεις: πια
πια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
more, no longer, longer, anymore, mg, now
πια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ya no, no, ya no se, dejado, dejado de
πια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weitere, weiter, mehr, nächste, nicht mehr, nicht länger, nicht mehr, nicht länger
πια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toujours, encore, plus, davantage, plus maintenant, ne, ne est plus, ne sont plus
πια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
non più, non, più, non è più, non sono più
πια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
morais, mais, não mais, já não, não, deixou, deixou de
πια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
langer, meer, niet meer, niet langer
πια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
больше, больший, дополнительный, пущий, больше не, больше никогда, уже не, более не, больше нет
πια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ikke lenger, ikke lengre, lenger, ikke lenger er
πια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inte längre, inte längre är, slutat, längre, ej längre
πια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enemmän, enempi, lisää, lisä, ei enää, enää, ole enää, eivät enää, ei ole enää
πια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ikke længere, ikke længere er, ikke laengere, ikke mere, der ikke længere
πια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ještě, už ne, již, již není, už, není
πια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nie, przestaje, dłużej, nie jest już, już
πια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ezenfelül, jobban, többé, többé már nem, már nem, nem, többé nem
πια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
daha, artık, bundan böyle
πια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трель, більше не, то не, большє нє
πια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jo më, nuk, nuk është më, më, më nuk
πια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вече не, не, вече не е, вече не се, повече не
πια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
больш, болей, больш не, болей не, больш ня
πια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mitte enam, enam, ole enam, enam ei, ei ole enam
πια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
još, veće, bolje, više, vise, ne više, više ne, više nije, više nisu
πια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meira, fleiri, meiri, ekki lengur, ekki lengur að, lengur, ekki er lengur, er ekki lengur
πια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nebe, nebėra, nebegali, nėra, ne ilgiau
πια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vairs, vairs nav, vairs netiek
πια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
не, повеќе не, веќе не, веќе, не се
πια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nu mai, nu mai este, nu se mai, mai, nu mai sunt
πια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
več, bolj, moje, víc, více, ne, ni več, niso več, ne bo več
πια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
moje, skôr, viacej, už, uz
Στατιστικά δημοτικότητας: πια
Τυχαίες λέξεις