Λέξη: οριστικός

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός τίτλος μετοχών, οριστικός πίνακας κατάταξης ανέργων, οριστικός κατάλογος ωφελούμενων γυναικών, οριστικός πίνακας μοριοδότησης εκπαιδευτικών για απόσπαση στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, οριστικόσ χωρισμόσ

Συνώνυμα: οριστικός

σαφής, καθορισμένος, ξεκάθαρος, τελειωτικός, επιτακτικός, προστακτικός, αυταρχικός, αυθαίρετος, ανένδοτος

Μεταφράσεις: οριστικός

οριστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
definite, definitive, a definitive, final, the definitive, of the definitive

οριστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expreso, definido, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente

οριστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eindeutig, definit, endgültig, maßgebend, endgültigen, endgültige, definitive

οριστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distinct, net, formel, précis, lucide, déclaré, certain, strict, manifeste, exact, péremptoire, exprès, final, définitif, ponctuel, catégorique, définitive, définitives, définitivement, définitifs

οριστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
definitivo, definitiva, tue, alle tue, definitivi

οριστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente

οριστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
definitief, onherroepelijk, definitieve, de definitieve, van definitieve, enige

οριστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точный, определенный, предопределенный, ясный, урочный, окончательный, окончательное, окончательным, окончательного, окончательная

οριστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige

οριστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt

οριστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määrätty, ehdoton, lopullinen, lopullisen, lopulliset, lopullista, lopullisten

οριστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt

οριστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konečný, přesný, výslovný, jednoznačný, rozhodný, vyslovený, určitý, jasný, definitivní, konečné, konečného, konečná

οριστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
określony, ostateczny, wyraźny, dokładny, definitywny, ostateczne, ostatecznego, ostateczna

οριστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végleges, a végleges, végső, véglegessé, meghatározó

οριστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
malim, kesin, kesin bir, tanımlayıcı, kati, belirleyici

οριστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
влучний, точний, визначений, ясний, певний, остаточний, остаточну, кінцевий, остаточного

οριστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
caktuar, përfundimtar, definitive, përfundimtare, definitiv, përkufizuar

οριστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окончателен, окончателно, окончателното, окончателния, окончателни

οριστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канчатковы, канчатковую, канчатковая

οριστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, lõplikku

οριστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
određen, točan, definitivan, jasan, konačan, definitivno, konačni, definitivni

οριστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endanlegt, endanlega, endanleg, endanlegur, afgerandi

οριστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai

οριστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galīgs, galīgo, galīgais, galīgā, galīgu

οριστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дефинитивен, дефинитивна, дефинитивни, дефинитивната, Дефинитивниот

οριστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
definitiv, definitivă, definitive, definitiva, definitoriu

οριστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dokončna, dokončno, dokončni, dokončne, dokončen

οριστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
určitý, istý, definitívny, definitívnej, definitívnu, definitívne, konečné
Τυχαίες λέξεις