Ontketenen στα ελληνικά
Μετάφραση: ontketenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαπολύω, εκτοξεύω, καθελκύω, ελευθερώνω, ελευθερώ, λύω από τα δεσμά
Μεταφράσεις
- ontkennen στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
- ontkennend στα ελληνικά - αρνητικά, αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό
- ontkiemen στα ελληνικά - προέρχομαι, βλαστάνω, φυτρώνω, γεννώ, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, ...
- ontkomen στα ελληνικά - ξεφεύγω, δραπετεύω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
Τυχαίες λέξεις
Ontketenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαπολύω, εκτοξεύω, καθελκύω, ελευθερώνω, ελευθερώ, λύω από τα δεσμά
Μεταφράσεις: εξαπολύω, εκτοξεύω, καθελκύω, ελευθερώνω, ελευθερώ, λύω από τα δεσμά