Λέξη: πολύμοχθος

Μεταφράσεις: πολύμοχθος

πολύμοχθος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
laborious, arduous

πολύμοχθος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penoso, laborioso, trabajoso, arduo, ardua, difícil, arduas, arduos

πολύμοχθος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeitsam, mühsam, beschwerlich, anstrengend, mühselig, beschwerliche

πολύμοχθος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laborieuse, laborieux, appliqué, pénible, ardu, difficile, ardue, pénibles

πολύμοχθος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
faticoso, arduo, ardua, difficile, faticosa

πολύμοχθος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhoso, obreiro, árduo, árdua, difícil, arduous, árduas

πολύμοχθος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwaar, moeizaam, moeilijk, zware, moeilijke

πολύμοχθος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добиваться, усердный, трудный, старательный, вымученный, кропотливый, трудоемкий, трудолюбивый, тяжелый, трудным, трудной, трудная, трудное

πολύμοχθος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
møysommelig, slitsom, krevende, slitsomme, arduous, vanskelige, anstreng

πολύμοχθος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mödosam, mödosamma, krävande, svår, svåra

πολύμοχθος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivalloinen, työteliäs, raskas, työläs, vaikea, vaivalloista, raskaan

πολύμοχθος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besværlig, vanskelig, vanskelige, besværlige, anstrengende

πολύμοχθος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pracný, pracovitý, svízelný, náročný, svízelná, namáhavá, namáhavé

πολύμοχθος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żmudny, wypracowany, pilny, pracowity, mozolny, pracochłonny, uciążliwy, ciężki, żmudne

πολύμοχθος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fáradságos, nehéz, fárasztó, fáradtságos, különösen nehéz

πολύμοχθος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zahmetli, yorucu, çetin, zorlu bir, zor, ağır, güç

πολύμοχθος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
робота, старанний, важкий, важке, найважчий, складний, тяжкий

πολύμοχθος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pjerrët, i rëndë, rëndë, e rëndë, të rëndë

πολύμοχθος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труден, трудна, тежък, трудни, трудната

πολύμοχθος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжкі, цяжкае, складаны, трудный, трудны

πολύμοχθος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töökas, raske, vaevaline, raskete, rasket, raskeid

πολύμοχθος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marljiv, mučan, naporan, mukotrpan, težak, predan

πολύμοχθος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arduous, erfiður, margslungin

πολύμοχθος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
laboriosus

πολύμοχθος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sunkus, sunki, sunkų, sunkias, daug jėgų

πολύμοχθος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūts, grūtas, smags, grūta

πολύμοχθος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тежок, макотрпен, макотрпна, напорно, тешките

πολύμοχθος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
greu, dificilă, dificila, grele, dificil

πολύμοχθος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naporno, naporna, arduous, zahtevna, zelo zahtevna

πολύμοχθος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obtiažnejší
Τυχαίες λέξεις