Λέξη: πολύ

Σχετικές λέξεις: πολύ

πολύ σκληρός για να πεθάνει σήμερα, πολύ εύκολη μηλόπιτα, πολύ κακό για το τίποτα, πολύ δουλειά, πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι, πολύ ή πολλή, πολύ γέλιο, πολύ ή πολλή αγάπη, πολύ σκληρός για να πεθάνει, πολύ φθηνά ρούχα, πιο πολύ, πολύ πολλή, ευχαριστώ πολύ, πολλή ή πολύ, πολύ αγάπη, πολύ καλή, πολλή αγάπη

Συνώνυμα: πολύ

πάρα πολύ, επίσης, ακριβώς, ακόμη και, λίαν, διαβολεμένα, τρομερά, αρκετά, αρκούντως

Μεταφράσεις: πολύ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
very, much, greatly, too, a very, far
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grandemente, mismo, mucho, muy, tan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
viel, sehr, identisch, wirklich, außerordentlich, großartig, ganz, stark
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bien, grand-chose, fréquemment, rudement, intrinsèque, long, même, joliment, seul, beaucoup, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
molto, assai, parecchio, stesso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muito, quase, assaz, versão, idêntico, sr., bastante, bem, próprio, extremamente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, zeer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шибко, весьма, возвышенно, невозможно, именно, почитай, благородно, очень, чересчур, сильно, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mye, meget, veldig, svært
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mycket, väldigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kosolti, perin, hyvin, peräti, oikein, erikoisen, kovin, sangen, moni, samanlainen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
megen, meget, særlig, er meget
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mnoho, často, pravý, skutečný, stejný, velmi, právě, hodně, úplně, velice, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istotny, znacznie, bardzo, wielce, ogromnie, sam, się bardzo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyon, igen, rendkívül, túl
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aynı, pek, çok, kan, çokça, kop, oldukça, derece, ait
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дуже-дуже, жвавість, дуже, піднесено, вельми, надто, значно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumë, shumë të, shumë e, shumë i, mjaft
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
много, изключително, твърде, доста, самото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
многа, шмат, добра, вельмі, очень
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päris, väga, suuresti, on väga, eriti, üsna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilično, puno, znatno, uvelike, vrlo, mnogo, mnogi, veoma, pravi, istinit, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miklu, ákaflega, stórum, mikill, mjög, afar
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
maxime, multum, valde
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
labai, daug, žaidė, sekančią, yra labai, nevykusiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daudz, ļoti, ir ļoti, par ļoti, Ĝoti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
многу, мошне, е многу, самиот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mult, foarte, identic, extrem, extrem de, chiar
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zelo, precej, veliko, mnogem, mnogo, ki je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
moc, mnoho, veľmi, to veľmi

Στατιστικά δημοτικότητας: πολύ

Τυχαίες λέξεις