Ontwerpen στα ελληνικά

Μετάφραση: ontwerpen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχεδιάζω, σκίτσο, σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
Ontwerpen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ontwapenen στα ελληνικά - αφοπλίζουν, αφοπλίσουν, αφοπλίσει, αφοπλιστούν, αφοπλίζει
  • ontwerp στα ελληνικά - πλάνη, υπολογισμός, σκιαγράφηση, διατυπώνω, προβάλλω, σχεδιασμός, ακτινοβολία, ...
  • ontwijden στα ελληνικά - κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω, μαγαρίζω, desecrate, βεβηλώνουν, βεβηλώσουν, ...
  • ontwijken στα ελληνικά - διαλανθάνω, αποφεύγω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Ontwerpen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχεδιάζω, σκίτσο, σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση