Λέξη: στέμμα
Σχετικές λέξεις: στέμμα
στέμμα του ήλιου, στέμμα βασιλιά, στέμμα του αγίου στεφάνου, στέμμα ονειροκρίτης, στέμμα και σβάστικα pdf, στέμμα και σβάστικα download, στέμμα στα αγγλικά, στέμμα κωδίκων, στέμμα πριγκίπισσας, στέμμα και σβάστικα
Συνώνυμα: στέμμα
στεφάνι, κορυφή, διάδημα, κορώνα νόμισμα, κορώνα, στεφάνη
Μεταφράσεις: στέμμα
στέμμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crown, tiara, corona, the crown, crown of
στέμμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cima, cumbre, corona, la corona, corona de, copa, de la corona
στέμμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumkrone, zenit, diadem, lagerdeckel, spitze, gipfel, bombige, krone, zahnkrone, Krone, Kronen, crown
στέμμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cime, couronne, apogée, haut, sacrer, bout, sommet, couronner, comble, de la Couronne, la couronne, couronne de
στέμμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culmine, vetta, cima, sommità, corona, apogeo, crown, la corona, corona di, della corona
στέμμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ponta, extremidade, coroa, pico, vértice, coroar, cimo, cume, ápice, crown, coroa de, da coroa, a coroa
στέμμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroon, hoogtepunt, top, toppunt, spits, piek, bekronen, neus, kruin, topje, kronen, crown, de kroon, kroon van
στέμμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маковка, тулья, крона, прославлять, кончик, гребень, темя, верхушка, венец, вершина, увенчивать, престол, увенчать, корона, венок, короновать, корону, короны
στέμμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiss, topp, toppunkt, krone, crown, kronen
στέμμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
topp, krona, kronan, kron, crown
στέμμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
latvus, seppele, laki, diadeemi, latva, terä, purupinta, harja, kärki, kruunu, huippu, otsakoriste, Crown, kruunun, kruunua
στέμμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højdepunkt, krone, Crown, kronen, af Crown, Crowns
στέμμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dovršit, vrcholek, koruna, věnec, korunovat, ověnčit, věnčit, temeno, korunka, dovršovat, koruny, korunu, crown
στέμμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wieńczyć, raczek, koronować, wieniec, uwieńczyć, zwieńczać, szczyt, ukoronować, korona, zwornik, diadem, kron, stropnica, wypukłość, koronka, korony, crown, koronę
στέμμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korona, koronát, koronával, koronája, koronáját
στέμμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zirve, doruk, taç, tepe, kron, crown, The Crown
στέμμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коронка, гребінь, маківка, вінок, крона, корона
στέμμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurorë, kurora, kurorën, kurorë të, kurora e
στέμμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корона, короната, венец, на короната, краун
στέμμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, буда, карона, Корона
στέμμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kroon, Crown, võra, krooni, kroonnupp
στέμμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kruna, kruni, okruniti, krunica, vladar, krunu, vijenac, krune
στέμμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kóróna, Crown, kórónu, sigursveigurinn
στέμμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
corona
στέμμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karūna, vainikas, Crown, karūną, vainiko
στέμμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kronis, vainags, vainagu, vainaga, crown
στέμμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, круната, круна, венец, корона
στέμμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coroană, culme, coroana, coroanei, cunună, coroana de
στέμμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovršit, krona, krono, crown, krone, krošnja
στέμμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kč, korunka, koruna, koruny