Opeenvolging στα ελληνικά
Μετάφραση: opeenvolging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλληλουχία, σειρά, διαδοχή, ακολουθία, αλληλουχίας, ακολουθίας
Μεταφράσεις
- opeenstapelen στα ελληνικά - συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
- opeenstapeling στα ελληνικά - συρροή, σύναξη, συναρμολόγηση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, ...
- opeisen στα ελληνικά - ανάγκη, απαίτηση, περιλαμβάνω, χρειάζομαι, αιτώ, ζήτηση, παίρνω, ...
- open στα ελληνικά - ανοιχτός, αυτεξούσιος, δωρεάν, κενός, άδειος, φανερός, ανοικτός, ...
Τυχαίες λέξεις
Opeenvolging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλληλουχία, σειρά, διαδοχή, ακολουθία, αλληλουχίας, ακολουθίας
Μεταφράσεις: αλληλουχία, σειρά, διαδοχή, ακολουθία, αλληλουχίας, ακολουθίας