Λέξη: στέρηση

Σχετικές λέξεις: στέρηση

στέρηση νικοτίνης, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, υστέρηση συνώνυμα, στέρηση ύπνου, στέρηση καρνέ επιταγών, υστέρηση αγγλικά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση αλκοόλ

Συνώνυμα: στέρηση

έλλειψη, ταλαιπωρία, κακουχία, κατάσχεση, πρόστιμο, ποινή, πένθος, απώλεια, αποστέρηση

Μεταφράσεις: στέρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deprivation, privation, forfeiture, lack, deprivation of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
privación, la privación, privaciones, privación de, privación del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raub, beraubung, mangel, entzug, deprivation, entbehrung, verlust, Entbehrung, Beraubung, Entziehung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépossession, rapine, privation, coulage, perte, la privation, privations, privative, dénuement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
privazione, deprivazione, la privazione, privazione del, privazioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privação, privação de, a privação, privação do, privações
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroving, ontzetting, ontbering, deprivatie, achterstand
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишения, утрата, поражение, отнятие, потеря, лишение, лишением, депривация, лишений
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deprivasjon, deprivation, mangel, berøvelse, nød
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deprivation, berövande, brist, eftersatta, utsatthet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riisto, riistäminen, puutteen, puutetta, puute, pituinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbavení, ztráta, nedostatek, deprivace, odnětí, strádání, deprivaci
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrata, ograniczenie, pozbawienie, pozbawienia, deprywacji, deprywacja, pozbawianie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfosztás, nélkülözés, depriváció, a nélkülözés, megfosztást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoksunluk, yoksunluğu, mahrumiyet, deprivasyonu, yoksunluğunun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утрата, втрата, позбавлення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heqje, privimi, heqja, privim, privimin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишение, лишаване, лишения, лишаването, лишаване от, отнемане
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазбаўленне, пазбаўленьне, пазбаўлення
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaotus, ilmajätmine, äravõtmine, puudust, puuduse, äravõtmisega, äravõtmise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otpuštanje, gubitak, lišavanje, lišenje, oduzimanje, deprivacijom, deprivacije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svipting, sviptingu, skort, svipta, að svipta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atėmimas, nepriteklius, atėmimo, atėmimu, nepritekliaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zaudēšana, atņemšanu, atņemšana, nenodrošinātība, nenodrošinātības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лишување, лишувањето, одземање, депривација, лишување од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
privare, privarea, privative, privarea de, privativă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prikrajšanost, prikrajšanosti, odvzem, deprivacija, pomanjkanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbavení, deprivácie, deprivácia, núdze, deprivácii
Τυχαίες λέξεις