Λέξη: προνοητικότητα

Σχετικές λέξεις: προνοητικότητα

προνοητικότητα ορισμος

Μεταφράσεις: προνοητικότητα

προνοητικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foresight, forethought, proactiveness, precaution, anticipation

προνοητικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
providencia, previsión, prospectiva, la previsión, de previsión, la prospectiva

προνοητικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorblick, vorsorge, voraussicht, Weitblick, Voraussicht, Weitsicht

προνοητικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prescience, prudence, moucheron, prévision, prévoyance, circonspection, précaution, prospective, clairvoyance, la prévoyance

προνοητικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
previdenza, previsione, lungimiranza, preveggenza, prospettiva

προνοητικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
previdência, previsão, prospectiva, visão, clarividência

προνοητικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooruitziendheid, Foresight, vooruitziende blik, Toekomstverkenning, een vooruitziende blik

προνοητικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предвосхищение, дальновидность, предвидение, мушка, провидение, предусмотрительность, предвидения, форсайт

προνοητικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
framsyn, foresight, fremsyn, forutseenhet

προνοητικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
framsynthet, förutseende, framsyn, framtidsforskning, framförhållning

προνοητικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaukokatseisuus, ennakointi, ennakoinnin, ennakointiin, ennakointia

προνοητικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremsyn, fremsynethed, fremtidsforskning, forudseenhed, fremsynet

προνοητικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatrnost, muška, předvídavost, prozíravost, obezřetnost, obezřelost, předvídání, prognostika, předvídání v

προνοητικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zapobiegliwość, przewidywanie, ostrożność, muszka, przezorność, dalekowzroczność, foresight, foresightu, prognozowanie

προνοητικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előrelátás, előretekintés, előrelátással, előrejelzési, előrelátó

προνοητικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öngörü, uzgörü, bir öngörü, sağduyu, arpacık

προνοητικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завбачливість, передбачливість, передбачення

προνοητικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
largpamësi, parashikimi, largpamësia, largpamësisë, parashënimi

προνοητικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предвидливост, прогнозиране, далновидност, прогнози, предвиждане

προνοητικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадбачанне

προνοητικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettenägelikkus, ettenägelikkuse, ettenägelikkust, arenguseire, tulevikuseire

προνοητικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predostrožnost, predviđanje, Predviđanja, dalekovidnost, Foresight

προνοητικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forsjá, framsýni, Foresight

προνοητικότητα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cautio

προνοητικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
numatymas, įžvalgumas, įžvalga, numatymo

προνοητικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tālredzība, prognozēšana, prognozes, prognožu, perspektīvu novērtējumu

προνοητικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предвидливост, мушка, предвидуваш, предвидувањето, предвидување

προνοητικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
previziune, prevedere, foresight, de foresight, viza inainte

προνοητικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predvidevanja, predvidevanje, napovedovanja, predvidevanje v, predvidevanjem

προνοητικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prezieravosť, obozretnosť, obozretnosti, rozvážnosti, predvídavosť
Τυχαίες λέξεις