Overeenstemming στα ελληνικά
Μετάφραση: overeenstemming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανόηση, οικισμός, συμμόρφωση, συμφωνία, συγχορδία, συγκατάθεση, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- overeenkomstig στα ελληνικά - ανάλογος, απεσταλμένος, σύμφωνα με, σύμφωνα με την, ανάλογα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
- overeenstemmen στα ελληνικά - συμφωνώ, αντιστοιχούν, αντιστοιχεί, ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, να αντιστοιχεί
- overeind στα ελληνικά - ίσιος, σκηνοθετώ, πάνω, ευθύς, άνω, καθοδηγώ, όρθιος, ...
- overerfelijk στα ελληνικά - κληρονομικός, κληρονομήσιμος, κληρονομικές, κληρονομήσιμου, κληρονομικές τις, αυτή κληρονομική
Τυχαίες λέξεις
Overeenstemming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανόηση, οικισμός, συμμόρφωση, συμφωνία, συγχορδία, συγκατάθεση, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Μεταφράσεις: κατανόηση, οικισμός, συμμόρφωση, συμφωνία, συγχορδία, συγκατάθεση, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για