Overvloedig στα ελληνικά
Μετάφραση: overvloedig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτεταμένος, αρκετός, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονα, άφθονο, πλούσια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- overtuiging στα ελληνικά - καταδίκη, πίστη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
- overvloed στα ελληνικά - κοπάδι, αγέλη, μαζικός, στοιβάζω, νομισματοκοπείο, φουρνιά, ραμφίζω, ...
- overwaarderen στα ελληνικά - υπερεκτιμώ, υπερεκτιμούν, υπερεκτιμήσει, υπερεκτίμηση, υπερεκτιμά, υπερεκτιμούμε
- overwegen στα ελληνικά - ζυγίζω, θεωρώ, παίρνω, κόμης, μοιράζω, μετρώ, αγορά, ...
Τυχαίες λέξεις
Overvloedig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, αρκετός, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονα, άφθονο, πλούσια
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, αρκετός, άφθονος, διεξοδικός, άφθονη, άφθονα, άφθονο, πλούσια