Εκτεταμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκτεταμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volop, omvangrijk, breedvoerig, royaal, uitbundig, uitgestrekt, groot, uitgebreid, welig, weelderig, veelomvattend, ruim, overvloedig, abundant, uitgebreide, ruime
Εκτεταμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτεταμένος

εκτεταμένος αλγόριθμος του ευκλείδη, εκτεταμένοσ έλεγχοσ τησ διεύθυνσησ ip κατά την συνεδρία, εκτεταμένος βικιλεξικο, εκτεταμένοσ συνώνυμα, εκτεταμένος συνώνυμο, εκτεταμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκτεταμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκτελώ στα ολλανδικά - executeren, opdagen, bedrijven, opdraven, uitbrengen, uitvoeren, uitrichten, ...
  • εκτεταμένα στα ολλανδικά - uitgebreid, uitvoerig, grote schaal, op grote schaal, intensief
  • εκτιμητής στα ολλανδικά - taxateur, schatter, estimator
  • εκτιμώ στα ολλανδικά - schatten, waarde, waarderen, achten, gehalte, taxeren, appreciëren, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτεταμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volop, omvangrijk, breedvoerig, royaal, uitbundig, uitgestrekt, groot, uitgebreid, welig, weelderig, veelomvattend, ruim, overvloedig, abundant, uitgebreide, ruime