Λέξη: αψηφώ

Σχετικές λέξεις: αψηφώ

αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ βικιλεξικο, αψηφώ συνώνυμα

Συνώνυμα: αψηφώ

τολμώ, αντιμετωπίζω, προκαλώ, κοροϊδεύω, εμπαίζω, διακωμωδώ, περιπαίζω, περιγελώ, αποπαίρνω, περιφρονώ, διακόπτω, κολοβώ, επιπλήτω, χλευάζω, εμπαιγμός, αγνοώ, παραμελώ, παραβλέπω, προσβάλλω, αντικρίζω, κοιτάζω επίμονα

Μεταφράσεις: αψηφώ

αψηφώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defy, snub, beard, mock, brave, dare

αψηφώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desafiar, desaire, chata, snub, respingona, respingada

αψηφώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffordern, Brüskierung, brüskieren, snub, stumpf, Einschnürtrommel

αψηφώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défions, défier, provoquer, baser, défiez, braver, défient, retroussé, camus, snober, camouflet, rebuffade

αψηφώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfidare, affronto, camuso, snub, snobbare, sgarbo

αψηφώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descongelar, desafiar, arrebitado, afronta, desprezo, snub, esnobar

αψηφώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, snub, stomp

αψηφώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вызывать, игнорировать, попирать, пренебречь, бравировать, пренебрегать, оскорбление, курносый, вздернутый, вздернутым, курносым

αψηφώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utfordre, snub, irettesette, crawl humble oneself, tilbakelagt snute, mayasivilisasjonens viktigste steder

αψηφώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trotsa, snäsa, snub, trubbig, förnärmar, oförskämdhet

αψηφώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastustaa, sietää, taistella, usuttaa, uhmata, tölväistä, väheksymistä, snub, väheksyntää, ivana

αψηφώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udfordre, irettesættelse, fornærmelse, snub, affeje, fladnæset

αψηφώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyzvat, vzdorovat, stavět, ignorování, odbýt, peskovat, urážka, tuponosým

αψηφώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeciwić, przeciwstawiać, wyzywać, sprzeciwiać, przeciwstawić, opierać, afront, lekceważenie, odkosz, snub, zadartym

αψηφώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pisze, fitos, tömpe, rövid csövű, pisze orr

αψηφώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haddini bildirmek, snub, terslemek, kötü davranma, hakaret

αψηφώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зневажити, зневажати, викликати, визивати, образа, образу, образи

αψηφώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përballoj, mospërfillje, shtypur, i shtypur, qortim, pres ftohtë

αψηφώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подигравка, чип, спъвам, укор, презрително отношение

αψηφώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абразу, абраза, знявагу, знявага, зьнявага

αψηφώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trotsima, salvamine, solvama, Pidurdada järsult, tömpjas, keda tõrjume

αψηφώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izazivati, prezirati, prkositi, prćast, izgrditi, usporavajući, odbijati, okresati

αψηφώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hafna

αψηφώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paniekinti, paniekinimas, įžeidimas, užgauli pastaba, ignoravimas

αψηφώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzrauts, prasību ignorēšana, uzrautu, ignorēšana, norāt

αψηφώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прескокнуваат, укор

αψηφώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârn, snub, carn, mustrare, dojeni

αψηφώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izziv, Graditi, ignoriranje, topim, Prćast

αψηφώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ignorovanie, ignorovania, ignorovať, ignorovaní, ignorovaniu
Τυχαίες λέξεις