Paren στα ελληνικά

Μετάφραση: paren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνενώνω, ύπαρχος, ενοποιώ, ταίρι, ζευγαρώνω, φιλαράκος, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
Paren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pardon στα ελληνικά - συγχώρηση, συγχωρώ, χάρη, με συγχωρείτε, συγχωρείτε, excuse me
  • parel στα ελληνικά - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
  • parfum στα ελληνικά - ουσία, ευωδιά, ευωδία, μυρωδιά, άρωμα, οσμή, αρώματος, ...
  • parfumeren στα ελληνικά - άρωμα, ευωδιά, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, το άρωμα
Τυχαίες λέξεις
Paren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνενώνω, ύπαρχος, ενοποιώ, ταίρι, ζευγαρώνω, φιλαράκος, σύντροφος, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου