Plaatskaartje στα ελληνικά

Μετάφραση: plaatskaartje, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισιτήριο, κάρτα θέση
Plaatskaartje στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plaatselijk στα ελληνικά - τοπικός, σε τοπικό επίπεδο, τοπικά, τοπικό επίπεδο, τοπικό, τοπική
  • plaatsen στα ελληνικά - καθίζω, θέση, ποζάρω, προσχώνω, τόπος, εισάγω, βάζω, ...
  • plaatsvervangend στα ελληνικά - υπολοχαγός, αντιπροσωπευτικός, δοτή, εξ αλλοτρίας πράξεως, πράξεις τρίτου, βοηθών εκπλήρωσης
  • plaatsvervanger στα ελληνικά - εναλλάσσω, αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών
Τυχαίες λέξεις
Plaatskaartje στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισιτήριο, κάρτα θέση