Εισιτήριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: εισιτήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, kaartjes, ticketprijzen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισιτήριο
εισιτήριο μουσείο ακρόπολης, εισιτήριο ελεύθερης πρόσβασης, εισιτήριο προαστιακού, εισιτήριο μετρό, εισιτήριο πέντε ευρώ στα πολυιατρεία του πεδυ, εισιτήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισιτήριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εισβολέας στα ολλανδικά - aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
- εισβολή στα ολλανδικά - invasie, inval, invasie van, de invasie, inbreuk
- εισπνέω στα ολλανδικά - ophalen, inhaleren, inademen, inademt, Adem, inhaleer
- εισπνοή στα ολλανδικά - inademing, inhalatie, inademen, het inademen, inhaleren
Τυχαίες λέξεις
Εισιτήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, kaartjes, ticketprijzen
Μεταφράσεις: biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, kaartjes, ticketprijzen