Plant στα ελληνικά

Μετάφραση: plant, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, φυτών, φυτού, φυτικών
Plant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plank στα ελληνικά - σανίδα, επιβιβάζομαι, ράφι, ζωής, ραφιού, στο ράφι, αποθήκευσης
  • plannen στα ελληνικά - σχέδιο, σχεδιάζω, να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν, να σχεδιάζουν, να προγραμματίζουν, να προγραμματίσει
  • plantaardig στα ελληνικά - λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
  • plantage στα ελληνικά - φυτεία, φυτείας, φυτειών, φύτευσης, φυτείες
Τυχαίες λέξεις
Plant στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, εργοστάσιο, φυτεύω, φυτών, φυτού, φυτικών