Λέξη: εκπτώσεις

Σχετικές λέξεις: εκπτώσεις

εκπτώσεις σε αρώματα, εκπτώσεις mac, εκπτώσεις μαΐου 2014, εκπτώσεις καλλυντικά, εκπτώσεις μαιου, εκπτώσεις για ανέργους, εκπτώσεις ρούχα, εκπτώσεις μάιος 2014, εκπτώσεις 2014, εκπτώσεις hondos center, εκπτώσεις 2013, εκπτώσεις 2012

Συνώνυμα: εκπτώσεις

πώληση, ευκαιρία, πώλησις

Μεταφράσεις: εκπτώσεις

εκπτώσεις στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sales, discounts, rebates, discount, deductions, credits

εκπτώσεις στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descuentos, Descuentos Por, descuentos en, descuentos de, los descuentos

εκπτώσεις στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absatz, verkäufe, Ermäßigungen, Rabatte, Preisnachlässe, Nachlässe

εκπτώσεις στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débit, réductions, rabais, remises, les réductions, des rabais

εκπτώσεις στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sconti, riduzioni, discounts, gli sconti, sconti su

εκπτώσεις στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vendas, descontos, Discounts, discontos, os descontos, descontos em

εκπτώσεις στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortingen, Discounts, Korting, van kortingen, kortingen gratis

εκπτώσεις στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сбыт, продавец, распродажа, продажа, скидки, различные скидки, скидками, скидок, со скидками

εκπτώσεις στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rabatter, rabatt, Pensjonater

εκπτώσεις στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatter, rabatt, Discounts, erbjudanden

εκπτώσεις στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alennukset, alennuksia, alennusten, alennuksella, alennuksista

εκπτώσεις στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rabatter, rabat, Billig

εκπτώσεις στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odbyt, slevy, slev, diskonty, sleva

εκπτώσεις στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzedaż, zbyt, rabaty, zniżki, zniżek, rabatów, upusty

εκπτώσεις στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kedvezmények, kedvezményekkel, kedvezményt, kedvezményekkel is, kedvezményeket

εκπτώσεις στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
indirimler, ucuz, indirim, indirimleri, iskontolar

εκπτώσεις στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збут, продаж, знижки, скидки

εκπτώσεις στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ulje, zbritjet, ulje e, lirime, ulje të

εκπτώσεις στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстъпки, намаления, намеления, отстъпките, отстъпка

εκπτώσεις στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скідкі, зніжкі

εκπτώσεις στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soodustust, allahindlusi, allahindlused, allahindluste, allahindlust

εκπτώσεις στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prodaju, prodajom, trgovina, popusti, popusti za, popuste, popusta, popust

εκπτώσεις στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afslættir, afslætti, afsláttur, afslátt, afföll

εκπτώσεις στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolaidos, nuolaidas, nuolaidų

εκπτώσεις στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlaides, atlaidēm, diskonti, atlaižu

εκπτώσεις στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
попусти, попустите, попуст, отстапки, дисконти

εκπτώσεις στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reduceri, reducerile, reduceri de, harta

εκπτώσεις στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrat, popusti, popuste, popustov, popust, diskonti

εκπτώσεις στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrat, odbyt, tržba, zľavy, zvýhodnené

Στατιστικά δημοτικότητας: εκπτώσεις

Τυχαίες λέξεις