Ruilhandel στα ελληνικά

Μετάφραση: ruilhandel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπόριο, ανταλλάσσω, επάγγελμα, επιτήδευμα, αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό
Ruilhandel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ruil στα ελληνικά - επιτήδευμα, επάγγελμα, ανταλλάσσω, εμπόριο, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
  • ruilen στα ελληνικά - ανταλλάσσω, εναλλαγή, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
  • ruim στα ελληνικά - τεράστιος, περιεκτικός, μεγάλος, πλήρης, πελώριος, φαρδύς, εκτεταμένος, ...
  • ruimen στα ελληνικά - άδειος, διεύρυνσης, εκγλυφάνσεως, εντόρνευση, γλυφανισμό, αφαίρεση υλικού με διάτρηση
Τυχαίες λέξεις
Ruilhandel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπόριο, ανταλλάσσω, επάγγελμα, επιτήδευμα, αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό