Λέξη: τέλειος

Σχετικές λέξεις: τέλειος

τέλειος κορμός σοκολάτας, τέλειος αριθμός αλγόριθμος, τέλειος γάμος, τέλειος αριθμός, τέλειος θερμιδομετρητής, τέλειος ανταγωνισμός, τέλειος γάμος forum, τέλειος φραπές, τέλειος συνώνυμα, τέλειος κύκλος

Συνώνυμα: τέλειος

πλήρης, άκαμπτος, διαβόητος, τελειωτικός, απόλυτος, τελειωμένος, ολικός, ολοκληρωμένος, πεπερασμένος, τετελεσμένος, αναμφισβήτητος, ίσιος, σαφής, πολύτιμος, εξεζητημένος, ακριβός, μορφωμένος

Μεταφράσεις: τέλειος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
perfect, consummate, a perfect, the perfect
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perfecto, perfecta, ideal, perfectos, perfectas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vollkommen, völlig, vollendet, virtuos, vervollkommnen, perfekt, perfektionieren, rein, ideal, perfekte, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plénier, pur, complet, radical, entier, parfait, parfaire, perfectionner, idéal, parachever, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perfetto, perfezionare, completo, perfetta, ideale, perfetti, perfette
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puro, aprimorado, castiço, são, aperfeiçoar, perfeito, perfeita, perfeitos, ideal, perfeitas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiver, rein, volkomen, volmaakt, perfect, louter, onvermengd, helder, puur, schoon, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
детальный, перфект, основательный, изощрять, безупречный, законченный, абсолютный, точный, отделывать, круглый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
perfekt, fullkommen, perfekte, perfect
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
perfekt, perfekta, vår, en perfekt, görar perfekt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhdas, aito, perfekti, täydellinen, täysi, mainio, täydellisen, erinomainen, täydellistä, ihanteellinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
perfekt, perfekte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dokonalý, zdokonalit, zlepšit, ideální, perfektní, bezvadný, úplný, dokonalé, ideálním
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skończony, perfekcyjny, idealny, zupełny, uprzedni, doskonały, doskonalić, bezbłędny, idealne, doskonałe, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tökéletes, tökéletesen, a tökéletes, ideális, kiváló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temiz, kamil, mükemmel, mükemmel bir, kusursuz, perfect, mükemmeldi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
точний, бездоганний, ідеальний, повний, перфект, ідеальне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përkryer, përsosur, përkryer, të përsosur, e përkryer
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перфектен, съвършен, идеален, перфектно, перфектна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ідэальны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
perfekt, ideaalne, täiuslik, sobivaim, suurepärane, perfektne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
završen, perfektan, perfektno, pravi, perfekt, besprijekoran, savršen, savršeno, idealno, savršena, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullkominn, fullkomna, fullkomin, fullkomið, tilvalið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
expletus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puikus, puiki, puikiai, tobula, tobulas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
perfekts, ideāls, ideāli, perfekta, perfektu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
совршен, совршена, совршени, добра, совршено
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
perfect, perfectă, perfecta, perfecte, f
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odličen, popoln, popolna, odlično, odlična, nalašč
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
perfektné, perfektný, perfektnú, perfektní, perfektná

Στατιστικά δημοτικότητας: τέλειος

Τυχαίες λέξεις