Λέξη: διαβρώνω
Σχετικές λέξεις: διαβρώνω
διακρίνω συνώνυμα, διαβρώνω συνώνυμα, διαβρώνω ετυμολογία
Συνώνυμα: διαβρώνω
οξειδώνω, διαβιβρώσκω, καταναλίσκω βαθμιαίως
Μεταφράσεις: διαβρώνω
διαβρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
erode, corrode
διαβρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corroer, corroerse, corroe, corroen, corroerá
διαβρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erodieren, korrodieren, rosten, korrodiert, angreifen, Korrosion
διαβρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éroder, creuser, érodent, corroder, érodons, érodez, corrosion, se corroder, corrode, la corrosion
διαβρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrodere, corrode, corrosione, corrodono, corrodersi
διαβρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corroer, corrosão, corroem, corrói, corroa
διαβρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
corroderen, aantasten, corrosie, roesten, tasten
διαβρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разъесть, вытравлять, эродировать, размыть, разъедать, разрушать, выветривать, обесцениваться, размывать, корродировать, подвержены коррозии, разъедают
διαβρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korrodere, ruste, korroderer, rust, corrode
διαβρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korrodera, korroderar, fräta, korrosion, fräter
διαβρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murentaa, rapistua, kulua, hivuttaa, syövyttää, syöpyä, syövyttävät, syövy, syövytä
διαβρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korroderer, korrodere, ruste, ætse, corrode
διαβρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
narušit, erodovat, vymlít, korodovat, korozi, zkorodovat, korodují, způsobit korozi
διαβρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żłobić, wyżerać, podkopywać, wyżłobić, podminowywać, wydrążać, erodować, wygryzać, wyżreć, korodować, korozji, koroduje, korodują, skorodować
διαβρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rozsdásodik, korróziót elõidézõ, korrodálódhatnak, korrodálhatják, korróziót előidéző
διαβρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşındırmak, paslanırlar, korozyona, paslanmasına, paslanmasına neden
διαβρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
руйнувати, роз'їсти, витравляти, вивітріться, роз'їдати, роз'їдатиме, роз`їдати, роз'їдатимуть
διαβρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prish, të prish, gërryej, brej, korrodohen
διαβρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръждясвам, дълбая, корозира, корозират, кородира
διαβρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раз'ядаць
διαβρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murenema, kulutama, roostetama, korrodeerida, korrodeeru, võivad korrodeerida, korrodeerivad
διαβρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razjedati, nagrizati, zahrđati, korodirati, gristi, koroziju
διαβρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tæra, corrode, tærast
διαβρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ėsdinti, rūdyti, Nokodināt, koroduoti, rūdijimą
διαβρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarūsēt, nerūsē, koroziju, korodē, saēd
διαβρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кородираат, ги кородираат, кородира, да кородираат, предизвикуваат корозија на
διαβρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coroda, corodează, duce la o oxidare, corodeaza, oxida
διαβρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narušit, Zarjavela, Ugriz, korodirajo, korozijo, korodira
διαβρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korodovať, korodovat, korodova