Rum στα ελληνικά

Μετάφραση: rum, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Rum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rukken στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, τράβηγμα, τραβώ, ...
  • rul στα ελληνικά - λυτός, λάσκος, αμμώδης, χαλαρός, μπόσικος, χύμα, χαλαρά, ...
  • rumoer στα ελληνικά - θόρυβος, πάταγος, φασαρία, σαματάς, ντόρος, θορύβου, θόρυβο, ...
  • rumoerig στα ελληνικά - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Rum στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που