Λέξη: τίτλος

Σχετικές λέξεις: τίτλος

τίτλος κτήσης, τίτλος σπουδών, τίτλος κτήσης υπόδειγμα, τίτλος ιδιοκτησίας, τίτλος πτυχίου, τίτλος κτήσης χαρτόσημο, τίτλος κτήσης ε9, τίτλος διεύθυνσης, τίτλος κτήσης απόδειξη δαπανών, τίτλος κτήσης υπηρεσιών

Συνώνυμα: τίτλος

προσωνυμία, νόμιμος τίτλος, αξιοπρέπεια, αξίωμα, επικεφαλίδα

Μεταφράσεις: τίτλος

τίτλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appellation, title, heading, title of, strength, title is

τίτλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
titular, denominación, título, nombre, del título, título de, el título, titulo

τίτλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
buchtitel, benennung, anrede, sachtitel, überschrift, adelstitel, bezeichnung, betiteln, namen, meisterschaft, bezeichnen, titel, Titel, Titel in, title

τίτλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
intitulé, dénomination, désignation, titrer, intituler, suscription, championnat, titre, appellation, qualification, droit, inscription, nom, titres, le titre, titre de, document

τίτλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intitolare, titolo, documento, title, del titolo, titolo di

τίτλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
epígrafe, nome, título, trabalhoso, cabeçalho, do título, em epígrafe, título de

τίτλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naamwoord, titelen, benaming, titel, graad, naam, betitelen, de titel, title, Benaming

τίτλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
патент, заглавие, заголовок, присвоение, титул, наименование, термин, звание, название, имя, право, крошечка, обозначение

τίτλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
navn, tittel, tittelen, title

τίτλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
titel, rubrik, titeln, rubriken

τίτλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mestaruus, nimitys, titteli, oppiarvo, luokka, otsake, arvonimi, otsikko, luokitus, oikeus, nimi, otsikon, title, nimike

τίτλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
navn, titel, title, titlen, overskriften, i overskriften nævnte

τίτλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
název, označení, titul, titulek, pojmenovat, titulovat, jméno, nadpis, nárok, pojmenování, názvu, v názvu

τίτλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uprawnienie, tytułowanie, krzta, tytuł, określenie, przywilej, dodać, nazwa, tytułować, imię, prawo, napis, miano, tytułowy, title, tytułu, Nazwa

τίτλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megjelölés, megnevezés, cím, címe, címet, Titulus, címének

τίτλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ad, başlık, isim, başlıktaki, başlığı, başlıkta adı geçen, başlıkta

τίτλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ім'я, назва, позначення, заголовок, позначання, називання, титул, звання, найменування, назву

τίτλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kampionat, titull, Titulli, Titulli i, Title, titullin

τίτλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
титул, название, титла, заглавие, заглавието, от заглавието, заглавното, посочено в заглавието

τίτλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назву, назва, назоў

τίτλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tiitel, nimetamine, nimetus, pealkiri, kutsumine, valdusõigus, pealkirjas, pealkirja, title

τίτλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naslov, ime, titulirati, osloviti, nazivanje, naziv, oznaka, nomenklatura, glava, naslova, naslovni, Title

τίτλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
titill, titil, heiti, titli, Titillinn

τίτλος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nomen, titulus

τίτλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čempionatas, pavadinimas, title, pavadinimą, dalies pavadinimas, antraštė

τίτλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsraksts, nosaukums, meistarsacīkstes, čempionāts, nosaukumu, title, virsrakstu

τίτλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наслов, насловот, Наслов на, титула, титулата

τίτλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
denumire, titlu, campionat, din titlu, titlu principal, titlul, Denumirea

τίτλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naslov, odvozlani, nadev, titul, naziv, Naslovno, naslova, title

τίτλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
titul, názov, meno, Oslovenie

Στατιστικά δημοτικότητας: τίτλος

Τυχαίες λέξεις