Saamhorigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: saamhorigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ruïneren στα ελληνικά - ρήμαγμα, χαντακώνω, χαλώ, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, ...
- saai στα ελληνικά - μουντός, ανιαρός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, βραδύς, αμβλύς, ...
- saboteren στα ελληνικά - σαμποτάρω, δολιοφθορά, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, δολιοφθορών
- sacraal στα ελληνικά - ιερός, όσιος, πανάγιος, ιερό, ιερή, ιερά, ιερού
Τυχαίες λέξεις
Saamhorigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
Μεταφράσεις: αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη