Λέξη: ταμείο
Σχετικές λέξεις: ταμείο
ταμείο προνοίας δικηγόρων αθηνών, ταμείο προνοίας δικηγόρων πειραιά, ταμείο νομικών, ταμείο προνοίας, ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ταμείο ανεργίας, ταμείο αρχαιολογικών πόρων, ταμείο αξιοποίησης ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ταμείο νομικών εισφορές, ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, ταμείο παρακαταθηκών, ταμείο προνοίας δικηγόρων, ταμείο δημοσίων υπαλλήλων, μετοχικό ταμείο, ταμείο πρόνοιας, μετοχικό ταμείο στρατού, εφάπαξ, ταμείο πρόνοιας εφάπαξ, ταμείο προνοιας, ταμείο επικουρικής ασφάλισης
Συνώνυμα: ταμείο
πορτοφόλι, τσαντάκι, βαλάντιο, σακκούλα, γυναικεία τσάντα, χρηματοκιβώτιο, θησαυροφυλάκιο, αποθήκη, ταμειακή μηχανή, μηχανή ταμείου
Μεταφράσεις: ταμείο
ταμείο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
repository, till, treasury, purse, fund, Checkout, funds
ταμείο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cultivar, depósito, hasta, arar, tesorería, tesoro, erario, hacienda, de tesorería
ταμείο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kasse, geldkasten, bis, depot, geschiebelehm, geldkasse, geldschublade, behälter, ladenkasse, aufbewahrungsort, Schatzkammer, Fiskus, Treasury
ταμείο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caisse, dépôt, labourer, entrepôt, jusqu'à, cultiver, stock, magasin, jusque, trésor, trésorerie, du Trésor, la trésorerie, de trésorerie
ταμείο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deposito, cassa, forziere, arare, tesoreria, tesoro, proprie, del Tesoro, di tesoreria
ταμείο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
até, depósito, telha, tesouraria, tesouro, de tesouraria, Treasury, em tesouraria
ταμείο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kas, geldkist, deposito, fonds, afzetting, schatkist, treasury, schatkamer, ingekochte eigen, kasmiddelen
ταμείο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лето, состав, склад, тот, до, касса, пахать, вместилище, хранилище, возделывать, тильда, склеп, могильник, слог, возделать, тиль, казна, казначейство, сокровищница, казначейства, казначейских
ταμείο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
treasury, kassen, skattkammer, egne, statskassen
ταμείο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lager, insättning, avlagring, fyndighet, deponera, treasury, finans, statskassan, kassan, skattkammare
ταμείο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerrostuma, mennessä, kassalipas, hamaan, sakka, asti, talletus, valtiovarainministeriö, Treasury, omia, omien, omat
ταμείο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Treasury, statskassen, finansministerium, skatkammer, statskasse
ταμείο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklad, pěstovat, pokladna, depozitář, obdělávat, krám, až, skladiště, orat, klenotnice, pokladny, pokladnice, treasury
ταμείο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
magazyn, kasa, zbiornik, dopóki, repozytorium, skład, uprawiać, orać, aż, składnica, dopóty, przechowalnia, skarbiec, skarbnica, skarb państwa, skarbowy, skarbu
ταμείο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
agyaggörgeteg, pénztárgép, depó, kincstár, Treasury, kincstári, Államkincstár, pénztári
ταμείο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazine, hazine Müsteşarlığı, Hazine'nin, Treasury
ταμείο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слові-до, карате-до, роздуває-до, спокійний, поки, до, заспокійливий, скарбниця, казна
ταμείο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëroj, thesarit, thesari, të thesarit, i thesarit, thesar
ταμείο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склад, съкровищница, хазна, касата, на касата, касовите
ταμείο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абрабiць, араць, казна, скарб, скарбніца
ταμείο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoidla, moreen, hauakamber, panipaik, kuni, kassa, riigikassa, sularahahalduse, riigikassasse, sularahahaldus, sularahahaldusega
ταμείο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nosilac, stovarište, do, dok, sklonište, spremište, riznica, riznice, riznicom, riznici, blagajna
ταμείο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkissjóður, ríkissjóðs, ríkissjóði, Fjárstýring, fjárstýringu
ταμείο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iždo, iždas, Treasury, lobynas
ταμείο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kase, kases, finanšu līdzekļu, Valsts kase, Valsts kases
ταμείο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Министерство за финансии, благајнички, благајничките, трезорска, Министерство за финансии на
ταμείο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trezorerie, de trezorerie, trezoreriei, tezaur, trezorerial
ταμείο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
do, zakladnica, zakladnice, zakladništva, zakladniškega, zakladništvo
ταμείο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
než, do, pokladňa, pokladnica, fond, poistenia, poisťovňa
Στατιστικά δημοτικότητας: ταμείο
Τυχαίες λέξεις