Λέξη: χειρονομώ

Μεταφράσεις: χειρονομώ

χειρονομώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gesture, gesticulate, gesturing

χειρονομώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ademán, gesticular, accionar, gesto, gesticulate, gesticulan, gesticulando, gesticulaba

χειρονομώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geste, attitüde, gestikulation, gebärde, gestikulieren, gesticulate, zu gestikulieren, gestikulieren sie

χειρονομώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gesticuler, gesticulation, geste, gesticulent, gesticulate, de gesticuler, gesticulait

χειρονομώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mossa, cenno, gesto, gesticolare, gesticulate, gesticolano

χειρονομώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gesto, aceno, gesticular, gesticulate, gesticulam, gesticula, gesticule

χειρονομώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geste, gesticuleren, gebaren, gebaar, gesticulate, zwaaien, gesticuleer

χειρονομώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ужимка, жестикулировать, телодвижение, мимика, жест, жестикулируют, жестикулировал, жестикулируйте

χειρονομώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gestikulere, gesticulate

χειρονομώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gest, åtbörd, gesticulate, gestikulera, gestikulerar

χειρονομώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ele, elehtiä, viittoilla käsillään

χειρονομώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gestikulere, gestikulerer, fægter, gesticulate

χειρονομώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohyb, gestikulovat, gesto, posunek, gestikulaci, gestikulují

χειρονομώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gest, gestykulować, gesticulate, gestykulują, gestykuluje

χειρονομώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gesztus, gesztikulál, gesztikulálnak

χειρονομώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
jest, jest yapmak, gesticulate, el hareketleri ile konuşmak, rol keserler

χειρονομώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жестикулюйте, жестикулювати, жест

χειρονομώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëj gjeste

χειρονομώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жест, жестикулирам, жестикулира

χειρονομώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жэстыкуляваць, махаць

χειρονομώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märguanne, viibe, vehkima, Viittoilla kätega, Elehtiä, viiplema

χειρονομώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gesta, pokret, gestikulirati, kretnja, gestikuliraju

χειρονομώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gesticulate

χειρονομώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gestas, mostas, mosikuoti, gestikuliuoti, skėsčioti, Gestykulować, mostaguoti

χειρονομώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žests, žestikulēt

χειρονομώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gesticulate

χειρονομώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gest, gesticula, gesticuleze, gesticuleze în

χειρονομώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gesto, Gestikulirati

χειρονομώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gesto, gestikulovať, gestikulovat
Τυχαίες λέξεις