Schenking στα ελληνικά
Μετάφραση: schenking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεισφορά, συμβολή, προικοδότηση, πεσκέσι, χάρισμα, παρών, δώρο, παρουσιάζω, δωρεά, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- schenkblad στα ελληνικά - δίσκος, δίσκο, δίσκου, θήκη, συρτάρι
- schenken στα ελληνικά - πληρώνω, χάρισμα, παρουσιάζω, παρών, πληρωμή, παραδίνω, δώρο, ...
- schep στα ελληνικά - φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
- schepen στα ελληνικά - πλοία, τα πλοία, πλοίων, πλοία που, αποστέλλεται
Τυχαίες λέξεις
Schenking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεισφορά, συμβολή, προικοδότηση, πεσκέσι, χάρισμα, παρών, δώρο, παρουσιάζω, δωρεά, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας
Μεταφράσεις: συνεισφορά, συμβολή, προικοδότηση, πεσκέσι, χάρισμα, παρών, δώρο, παρουσιάζω, δωρεά, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας