Λέξη: τον

Σχετικές λέξεις: τον

τον νυμφώνα σου βλέπω, τον ή το, τον κύριον υμνείτε, τον ξάπλωσε κάτω με μια μπουνιά, τον αγαπαω, τον θελω, τον εαυτο του παιδι, τον αγαπω, τον ηλιο εκλεψα, τον θελω πολυ, πως να, ανεκδοτα, πληροφοριες, βρες τον ωροσκοπο, ο καιρος

Μεταφράσεις: τον

τον στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
him, the, to, in, of

τον στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
la, el, del, los, al

τον στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ihm, ihn, die, der, das, den, dem

τον στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
il, sa, lui, le, ses, son, la, du, les

τον στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
il, la, del, della

τον στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lhe, ele, monte, colina, o, a, do, da, no

τον στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hem, hij, de, het, van de

τον στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ham, den, det, på, i, de

τον στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
den, det, i, av, på

τον στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hän, häntä

τον στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ham, den, det, af, de, i

τον στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jeho, jej

τον στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
a, az

τον στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ona

τον στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
його

τον στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еня, на, за, в, от, по

τον στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яго

τον στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tema, teda, talle

τον στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ga, njega, mu, njemu

τον στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
að, sem, á, er, í

τον στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на, за, со, во, од

τον στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jím, im, jej

τον στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ním, jej, jeho, jemu

Στατιστικά δημοτικότητας: τον

Τυχαίες λέξεις