Λέξη: σύζυγος
Σχετικές λέξεις: σύζυγος
σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος του πύρρου, σύζυγος τσίπρα, σύζυγος παπαδημούλη, σύζυγος τσιβιλίκα, σύζυγος μπουλά
Συνώνυμα: σύζυγος
γυναίκα, σύζηγος, σύντροφος, σύζυγος άνδρας
Μεταφράσεις: σύζυγος
σύζυγος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
husband, wife, spouse, hubby, consort
σύζυγος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hombre, esposo, marido, del marido, el marido
σύζυγος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemahlin, ehefrau, ehepartnerin, ehegatte, ehemann, ehegemahl, weib, ehepartner, partner, mann, gemahl, gatte, ehegattin, Ehemann, Mann, Mannes, Gatten, Gatte
σύζυγος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
madame, époux, mari, cavalier, femme, conjoint, épouse, partenaire, le mari, mari a
σύζυγος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moglie, marito, coniuge, consorte, sposo, il marito, marito ha
σύζυγος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esposo, lugar, largura, machucar, cônjuge, esposa, manchar, mulher, marido, ponto, o marido, homem
σύζυγος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemaal, gemalin, echtgenoot, eega, man, echtgenote, vrouw
σύζυγος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
супруг, баба, управлять, муж, жена, мужчина, супруга, женщина, дружина, мужа, мужем, мужу
σύζυγος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ektefelle, kone, ektemann, hustru, mann, mannen, mannen min
σύζυγος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
make, man, hustru, fru, mannen, maka, maken
σύζυγος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mies, siippa, vaimo, aviomies, muija, eukko, puoliso, ukko, miehensä, mieheni, aviomiehensä
σύζυγος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægtemand, partner, kone, hustru, ægtefælle, mand, manden
σύζυγος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
choť, žena, manžel, paní, ženuška, muž, manželka, manžela, manželem
σύζυγος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarządzać, małżonek, żona, kumoszka, kobiecina, mąż, gospodarować, współlokator, współmałżonek, męża, mężem
σύζυγος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házastárs, hitves, férj, férje, férjem, férjét, férjének
σύζυγος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eş, ar, hanım, koca, ayal, kocam, kocası, eşi, kocan
σύζυγος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дружина, чоловік, жінка, подружжя, володіє, муж
σύζυγος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grua, burri, burri i, bashkëshorti, bashkëshorti i, burrit
σύζυγος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъж, жена, съпруг, съпруга, мъжа, съпругът, мъжът
σύζυγος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жонка, чарапаха, муж
σύζυγος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mees, viiner, abikaasa, mehe, meest, mehele
σύζυγος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žena, kućiti, gazdovati, supružnik, štedjeti, suprug, muž, supruga, muža, je suprug
σύζυγος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bóndi, maki, kona, eiginmaður, maðurinn, eiginmaðurinn, eiginmann
σύζυγος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
maritus, uxor
σύζυγος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vyras, žmona, partneris, sutuoktinis, vyro, vyru, vyrui
σύζυγος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīrs, partneris, sieva, vīru, vīram, vīra
σύζυγος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопруг, маж, сопругот, мажот
σύζυγος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
partener, suie, soţ, soţie, soț, Soțul, sotul, soțului, sot
σύζυγος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soprog, mož, žena, soproga, moža, mož je, možem
σύζυγος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
družka, manželka, manžel, žena, muž, manželský, manžela
Στατιστικά δημοτικότητας: σύζυγος
Τυχαίες λέξεις