Schik στα ελληνικά
Μετάφραση: schik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάκα, διασκέδαση, κέφι, ψυχαγωγία, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
Μεταφράσεις
- schijnen στα ελληνικά - φαίνομαι, λάμπω, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
- schijngestalte στα ελληνικά - φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάσεων
- schikken στα ελληνικά - κανονίζω, εξυπηρετώ, λέω, κοστούμι, βολεύω, ξεχωρίζω, διηγούμαι, ...
- schikking στα ελληνικά - διευθέτηση, τακτοποίηση, ετοιμασία, σύστημα, διακανονισμός, ρύθμιση, συμφωνία, ...
Τυχαίες λέξεις
Schik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάκα, διασκέδαση, κέφι, ψυχαγωγία, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
Μεταφράσεις: πλάκα, διασκέδαση, κέφι, ψυχαγωγία, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη