Schorsen στα ελληνικά
Μετάφραση: schorsen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, αναβάλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- schoren στα ελληνικά - υποστήριγμα, βοήθεια, συμπαράσταση, στήριγμα, ακτή, ξηρά, όχθη, ...
- schors στα ελληνικά - φλοιός, κέλυφος, έλυτρο, φλοιό, φλοιού, του φλοιού, το φλοιό
- schorsing στα ελληνικά - διάλειμμα, διάλλειμα, αναστάτωση, χάσμα, σπάζω, διακοπή, αντεπίθεση, ...
- schort στα ελληνικά - ποδιά, ποδιά που, ποδιάς, ασφαλτοτάπητα, ελιγμών
Τυχαίες λέξεις
Schorsen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, αναβάλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
Μεταφράσεις: διακόπτω, αναβάλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή