Λέξη: ένωση

Σχετικές λέξεις: ένωση

ένωση ελλήνων εφοπλιστών, ένωση διοικητικών δικαστών, ένωση ελλήνων φυσικών, ένωση για την πατρίδα και τον λαό, ένωση ελλήνων ποινικολόγων, ένωση δικαστών και εισαγγελέων, ένωση κεντρώων, ένωση ελλήνων χημικών, ένωση καταναλωτών, ένωση ελληνικών τραπεζών, ευρωπαϊκή ένωση, ευρωπαική ένωση, ελληνοαμερικανική ένωση, ένωση δικαστών, ένωση εισαγγελέων, ελληνοαμερικάνικη ένωση, ένωση φυσικών

Συνώνυμα: ένωση

συνένωση, συντεχνία, συγχώνευση, τήξη, χώνευση, σύζευξη, σύνδεση, δεσμός, ζευγάρωμα, κομπλάρισμα, διασταύρωση, συμβολή, κόμβος, σημείο συναντήσεως, περίσταση, περιστάσεις, συνθήκες, κρίσιμη στιγμή, συνδυασμός, αμαλγάμωση

Μεταφράσεις: ένωση

ένωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amalgamation, guild, union, compound, compound of, association, compound was

ένωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cofradía, sindicato, unión, sindical, la Unión, union

ένωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
innung, gilde, klub, einigkeit, verein, zunft, club, gewerkschaft, amalgamierung, vereinigung, Gewerkschaft, Vereinigung, Union, Verbindung, Überwurf

ένωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guilde, jonction, société, correspondance, union, compagnonnage, alliance, liaison, raccord, lien, fédération, couplage, conjonction, relation, syndicat, corporation, l'Union, syndicale

ένωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sindacato, lega, fusione, unione, associazione, dell'unione, un'unione, l'unione

ένωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunidade, involuntário, união, sociedade, sindicato, da União, sindical, Union

ένωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenschap, verbond, club, maatschappij, sociëteit, fusie, vereniging, genootschap, samenleving, unie, bond, eendracht, Union, vakbond

ένωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
единство, профсоюз, объединение, сочетание, федерация, цех, общество, муфта, гильдия, штуцер, организация, единение, слияние, амальгама, уния, союз, соединение, объединением

ένωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbindelse, forening, laug, union, unionen, fagforening, fagforenings

ένωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbund, förening, union, unionen, fackliga, facklig, facket

ένωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liitto, liittymä, kerho, seura, kilta, sulautuminen, klubi, pohjoisvaltioiden, ammattiyhdistys, yhteiskunta, ammattikunta, liittovaltio, yhteenliittyminen, yhdistys, unionin, unioni, unionissa, liiton

ένωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sammenslutning, forening, union, Unions, Unionen, Unionens

ένωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
shoda, sjednocení, sloučení, svazek, slučování, spojení, svornost, splynutí, konfederace, jednota, sdružení, svaz, fúze, odbory, bratrstvo, spojování, unie, záložna, odbor

ένωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zjednoczenie, gildia, cech, suma, korporacja, bractwo, fuzja, połączenie, złącze, związek, unia, unii, związków

ένωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
unió, egybeolvadás, egybekelés, egybeolvasztás, céh, szakszervezeti, szakszervezet, Unióban, uniót

ένωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birlik, kurum, kulüp, dernek, sendika, birliği, sendikal, sendikası

ένωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поєднування, злиття, союз, зливання, цех, згода, профспілку, штуцер, організовування, з'єднання, змішання, змішення, організування, згуртування, спілка, союзу, спілку

ένωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkim, martesa, union, bashkimi, Sindikata, unioni

ένωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брак, клуб, смешение, съюз, обединение, Съюза, на Съюза

ένωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щлюб, саюз, звяз, зьвяз

ένωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liit, gild, ühend, ühendus, ühtesulamine, Liidu, ametiühingu, liitu, ametiühingute

ένωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
integracija, amalgamacija, odvratan, spajanje, liga, nezgodan, stapanje, neprivlačan, sindikat, unija, sindikata, savez, veza

ένωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bandaleg, stéttarfélags, Union, verkalýðsfélag, stéttarfélagi, sambandsins

ένωση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
congregatio

ένωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klubas, sąjunga, santuoka, vedybinis, sąjungos, sąjungų, sąjungą, sąjungose

ένωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laulība, savienība, savienības, savienību, apvienība, savienībai

ένωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брак, парење, Унија, Унијата, сојуз, синдикатот, синдикат

ένωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
club, sindicat, unire, uniune, uniunii, uniunea, uniuni

ένωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odbor, shoda, zveza, union, unija, sindikat, sindikata, unije

ένωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cech, splynutí, odbor, únie, únia, únii

Στατιστικά δημοτικότητας: ένωση

Τυχαίες λέξεις