Schouwspel στα ελληνικά

Μετάφραση: schouwspel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνή, θωριά, τοπίο, πλευρά, ορίζοντας, δείχνω, άποψη, όραση, παράσταση, εμφαίνω, πανόραμα, όψη, προοπτική, θέαμα, θεάματος, γυαλιών, το θέαμα, θέαμα που
Schouwspel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schouwen στα ελληνικά - επιθεωρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω, ρολόι, φρουρά, βλέπω, τζάκια, ...
  • schouwing στα ελληνικά - επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, έλεγχος
  • schraag στα ελληνικά - έδρα, έδρανο, παγκάκι, πάγκος, τρίποδο, τρίποδα, τρίποδας, ...
  • schraal στα ελληνικά - πενιχρός, ακουμπώ, αραιώνω, κάτισχνος, αξιολύπητος, κοκαλιάρης, γέρνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Schouwspel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνή, θωριά, τοπίο, πλευρά, ορίζοντας, δείχνω, άποψη, όραση, παράσταση, εμφαίνω, πανόραμα, όψη, προοπτική, θέαμα, θεάματος, γυαλιών, το θέαμα, θέαμα που