Λέξη: τρικ
Σχετικές λέξεις: τρικ
τρικ με αριθμους, τρικ για να μεινεις εγκυος, τρικ φαρσες, τρικ κριστοφερ, τρικ με τραπουλοχαρτα, τρικ με τραπουλα, τρικ μακιγιαζ, τρικ με τα ματια, τρικ και φαρσεσ, τρικ πωλησεων, χατ τρικ, τρικ μαγικα, χατ τρικ στιχοι
Μεταφράσεις: τρικ
τρικ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trick, tricks
τρικ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
truco, chasco, engañar, droga, broma, truco de, trick, trampa, trucos
τρικ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kunststück, possen, spaß, betrügen, pfiff, hereinlegen, list, trick, kniff, kunstgriff, kunst, illusion, schlich, streich, Trick, Stich, Streich, Kunststück
τρικ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
illusion, coutume, cautèle, manigance, truquer, combine, stratagème, fourber, artifice, duper, truc, gaminerie, tricher, friponner, tromper, farce, astuce, tour, affaire, trick
τρικ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbrogliare, trucco, ingannare, scherzo, beffa, burla, furberia, stratagemma, trick, trucchetto
τρικ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilusão, truque, tributo, doçura, truque de, enganar, artifício
τρικ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
foefje, kunstgreep, beduvelen, grap, list, illusie, hebbelijkheid, kneep, beetnemen, drogbeeld, zinsbedrog, begoocheling, truc, de truc, trick, trucje, slag
τρικ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проказа, закорючка, сжульничать, фортель, плутовать, заблуждение, жульничать, хитрость, ухватка, финт, фокус, ухищрение, проделка, трюк, махинация, затея, уловка
τρικ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knep, list, bedra, lure, trick, triks, Trikset
τρικ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
list, spratt, trick, knep, tricket, susen, bus
τρικ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harhakuvitelma, harhaluulo, juju, harha, metku, jekku, haave, taikatemppu, tikki, temppu, puijata, narrata, kepponen, trick, keino
τρικ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kneb, trick, Tricket, Kunsten, stik
τρικ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ošidit, šalba, obloudit, ošálit, podvést, klamat, trik, zvyk, obelstít, podvádět, darebnost, oklamat, fortel, trikem, trikového, trick
τρικ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyłudzić, wygładzać, wyłudzać, wylęgać, sprawka, podstęp, chwyt, sztuczka, oszukiwać, trik, psikus, przyzwyczajenie, figiel, psota, sztuka
τρικ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trükk, trükköt, fogás, mesterhármas
τρικ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hile, hayal, aldatmak, şaka, kuruntu, hüner, numara, bir hile, oyun
τρικ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фокус, слабий, хитрість, хитрощі, слабкий, омана, трюк
τρικ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mashtrim, trick, Qëllimi, dredhi, mashtrim i
τρικ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трик, номер, хитрост, триково
τρικ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трук
τρικ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tihi, tüssama, trikk, trikki, mängus, ühes mängus
τρικ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izigrati, trik, lukavstvo, lukavština, varati, trick, varka, smicalica
τρικ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bragð, beita, Trick, bragð til, bragð er
τρικ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frustro
τρικ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrybė, triukas, fokusas, apgauti, Apgaulė, Pavyko
τρικ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
joks, viltība, triks, trick
τρικ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
илузија, трик, Трикот, трик за
τρικ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înşela, renghi, iluzie, truc, trick, șmecherie, truc de, trucul
τρικ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trik, trick, ukana, zvijača
τρικ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podvod, vtip, úskok, trik
Στατιστικά δημοτικότητας: τρικ
Τυχαίες λέξεις