Solide στα ελληνικά
Μετάφραση: solide, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
Μεταφράσεις
- soldeersel στα ελληνικά - κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
- solidariteit στα ελληνικά - αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
- solist στα ελληνικά - σολίστ, σολίστας, σολίστα, μονωδός, soloist
- sollicitant στα ελληνικά - υποψήφιος, προοπτική, υποψήφιες, υποψήφια, υποψήφιων, υποψήφιο
Τυχαίες λέξεις
Solide στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, στερεός, ουσιαστικός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά