Stipt στα ελληνικά
Μετάφραση: stipt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, ακριβολόγος, στενός, ακριβής, σφιχτός, συνεπής, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stip στα ελληνικά - αιχμή, στίγμα, δείχνω, επισημαίνω, κουκίδα, πουά, σημείων Πόλκα, ...
- stipendium στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, επιδότησης, επιδοτήσεων, επιχορήγησης
- stiptheid στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
- stock στα ελληνικά - μαγαζί, παρακρατώ, βάζω, αποθηκεύω, απόθεμα, στοκ, μετοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Stipt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ακριβολόγος, στενός, ακριβής, σφιχτός, συνεπής, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ακριβολόγος, στενός, ακριβής, σφιχτός, συνεπής, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς