Stoer στα ελληνικά
Μετάφραση: stoer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, σταθερός, ανθεκτικός, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stoel στα ελληνικά - καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
- stoep στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, κατώφλι, πόρτα, την πόρτα, το κατώφλι
- stoet στα ελληνικά - παρέλαση, πομπή, πομπής, περιφορά, λιτανεία, λιτάνευση
- stof στα ελληνικά - ύλη, σκόνη, πανί, υποκείμενο, υπήκοος, ύφασμα, πράμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Stoer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, σταθερός, ανθεκτικός, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
Μεταφράσεις: εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, σταθερός, ανθεκτικός, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη