Λέξη: απείθεια

Σχετικές λέξεις: απείθεια

απείθεια υπαλλήλου, απείθεια πκ, απείθεια κατά της αρχής, απείθεια μάρτυρα, απείθεια πταισμα, απείθεια wiki, απείθεια δημοσίου υπαλλήλου, απείθεια τι σημαινει, απείθεια βοτανο, απείθεια βικιπαιδεια

Συνώνυμα: απείθεια

πείσμα, αντικανονικότης, αντικανονικότητα, ανυποταγή, νευρικότητα, ανήσυχο, ανυπακοή, δεισχυρίστο

Μεταφράσεις: απείθεια

απείθεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insubordination, disobedience, contumaciousness, restiveness, intractableness, contumacy

απείθεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insubordinación, desobediencia, la desobediencia, de desobediencia

απείθεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehorsamsverweigerung, aufmüpfigkeit, Ungehorsam, Ungehorsams, den Ungehorsam, Ungehorsam gegen

απείθεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insubordination, désobéissance, la désobéissance, de désobéissance, insoumission, indocilité

απείθεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disobbedienza, disubbidienza, la disobbedienza, di disobbedienza, la disubbidienza

απείθεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência

απείθεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongehoorzaamheid, de ongehoorzaamheid, ongehoorzaam, ongehoorzaamheid van

απείθεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неповиновение, непокорность, неподчинение, ослушание, непослушание, неповиновения, непослушания

απείθεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ulydighet, vantroens, ulydig, ulydighetens, ulydige

απείθεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
olydnad, disobedience, ohörsamhet, olydnadens, olydnaden

απείθεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tottelemattomuus, tottelemattomuuden, tottelemattomuudesta, tottelemattomuutta, tottelemattomuuteen

απείθεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulydighed, ulydighedens, ulydige, ulydig

απείθεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neposlušnost, neposlušnosti, neposlušností, neuposlechnutí, neposlušenství vzalo

απείθεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niesubordynacja, nieposłuszeństwo, nieposłuszeństwa, nieposłuszeństwem, nieposłuszeństwo wobec

απείθεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyelemsértés, engedetlenség, engedetlensége, engedetlenséget, az engedetlenség, engedetlenségre

απείθεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itaatsizlik, başkaldırı, disobedience, itaatsizliği

απείθεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непокірний, непослух, неслухняність, непослух прийняли, непокору

απείθεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mosbindje, mosbindja, mosbindjes, mosbindje e, mosbindjen

απείθεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непослушание, непокорство, неподчинение, непокорството, неподчинението

απείθεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непаслушэнства, непаслухмянасць, непаслухмянасьць, непаслушнасьць, гэтага непаслушэнства

απείθεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allumatus, sõnakuulmatus, sõnakuulmatuse, sõnakuulmatust, sõnakuulmatute

απείθεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neposlušnost, neposluh, neposlušnosti, neposluha, neposlusnost

απείθεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhlýðni

απείθεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepaklusnumas, neklusnumas, nepaklusnumo, nepaklusnumą, neklusnumu

απείθεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepaklausība, nepakļaušanās, nepaklausību, nepaklausības

απείθεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непослушност, непослушноста, непослушание, непослушанието, непокорност

απείθεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neascultare, neascultarea, neascultării, nesupunere, nesupunerea

απείθεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neposlušnost, nepokorščina, neubogljivost, neposlušnosti, nepokornost

απείθεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neposlušnosť, neposlušnosti
Τυχαίες λέξεις