Terugbetalen στα ελληνικά
Μετάφραση: terugbetalen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπληρώνω, ανταμείβω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tersluiks στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
- terug στα ελληνικά - ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
- terugdoen στα ελληνικά - ανταμοιβή, ανταποδίνω, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
- terugdringen στα ελληνικά - αναγωγικός, Μείωση, Η μείωση, Μείωση των, Η μείωση των
Τυχαίες λέξεις
Terugbetalen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπληρώνω, ανταμείβω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει
Μεταφράσεις: ξεπληρώνω, ανταμείβω, αποπληρώσει, εξοφλήσει, επιστρέψει, αποπληρωμή, να επιστρέψει