Λέξη: όμηρος

Σχετικές λέξεις: όμηρος

όμηρος αθηναίος, όμηρος αβραμίδης, όμηρος ιλιάδα, όμηρος ταχμαζίδης, όμηρος ζουγανέλη, όμηρος ευστρατιάδης, όμηρος νεοχωρίου, όμηρος πουλάκης, όμηρος τσάπαλος, όμηρος πουλάκης ηλικια

Μεταφράσεις: όμηρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hostage, Homer, a hostage, hostage to, held hostage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rehén, rehenes, de rehenes, como rehenes, como rehén
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geisel, Geisel, Geiseln, als Geisel, als Geiseln
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
otage, otages, en otage, en otages, l'otage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ostaggio, in ostaggio, ostaggi, degli ostaggi, dell'ostaggio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refém, anfitrião, reféns, como refém, como reféns, de reféns
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
garant, gijzelaar, gijzeling, gegijzeld, in gijzeling, gijzelen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
застава, заклад, заложник, ручательство, заложница, залог, заложником, заложницей, заложники, заложниками
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gissel, som gissel, gisler, som gisler
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gisslan, som gisslan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panttivanki, panttivangiksi, panttivankien, panttivangeiksi, panttivankina
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gidsel, gidsler, som gidsel, som gidsler
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rukojmí, rukojmím, jako rukojmí, rukojmími, rukojmích
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakładnik, zakładnikiem, zakładników, zakładnika, zakładnikami
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túsz, túszként, túszt, túszul, túsza
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rehin, rehine, esir, rehin alma, rehinesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заложник, заставу, застава, заручник, запорука, заручника
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peng, pengjeve, peng i, e pengjeve, së pengjeve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заложник, заложници, на заложници, като заложници, за заложници
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закладнік, заложнік, вязень
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pantvang, pantvangi, pantvangis, pantvangide, pantvangiks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
talac, zalog, talaca, taoca, taocem, taoce
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gíslingu, í gíslingu, gíslatöku, gíslinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obses
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkaitas, įkaitų, įkaitais, įkaitu, įkaite
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķīlnieks, ķīlnieku, ķīlniekiem, ķīlnieki, ķīlnieci
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заложникот, заложништво, како заложници, заложник, како заложник, заложници
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ostatic, ostatici, ostatică, de ostatici, ostaticilor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
talcev, talec, talca, talce, talka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukojemníkov, rukojemníka, rukojemníci, ručiteľ, rukojemník

Στατιστικά δημοτικότητας: όμηρος

Τυχαίες λέξεις