Toevoeren στα ελληνικά
Μετάφραση: toevoeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cachot στα ελληνικά - κύτταρο, κελί, βρίκιο, φυλακή, brig, μπρίκιο, Μπριγκ
- dansen στα ελληνικά - χορεύω, να χορέψουμε, να χορέψει, να χορέψουν, να χορεύουν, να χορεύει
- ooit στα ελληνικά - ποτέ, Μια φορά κι, κάποτε, φορά κι, Μια φορά και, Μια φορά
- struikelen στα ελληνικά - τρικλίζω, παραπατώ, σκουντουφλώ, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Toevoeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία