Λέξη: γιαγιά

Σχετικές λέξεις: γιαγιά

γιαγιά κάτω παρτάλι, γιαγιά ονειροκρίτης, γιαγιά βάνγκα, γιαγιά πατίνι - τζίμης πανούσης, γιαγιά διώξε τους δαίμονες, γιαγιά αντιγόνη, γιαγιά τουρέ, γιαγιά χορεύει σάλσα, γιαγιά μπινελίκια, γιαγιά πέθανε και άφησε πίσω της ακατανόητο σημείωμα – κάποιος επιτέλους βρήκε τι σημαίνει

Μεταφράσεις: γιαγιά

γιαγιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grandmother, granny, grandma, her grandmother

γιαγιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abuela, la abuela, abuela de, abuelita

γιαγιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
oma, großmutter, Großmutter, Oma, Grossmutter, die Großmutter

γιαγιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grand-maman, aïeule, grand-mère, mère, grand'mère

γιαγιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nonna, la nonna, della nonna

γιαγιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avó, avô, a avó, da avó

γιαγιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oma, grootmoeder, de grootmoeder, grootmoeder van

γιαγιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бабуся, бабка, старушка, бабушка, подорожник, баловать, изнеживать, старуха, подберёзовик, баба, бабушки, бабушкой, бабушке, бабушку

γιαγιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestemor, bestemoren, beste, moren, bestemors

γιαγιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mormor, farmor, mormors, farmodern, farmors

γιαγιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isoäiti, mummo, isoäitinsä, isoäidin, isoäitini

γιαγιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bedstemoder, bedstemor, mormor, bedstemors, farmor

γιαγιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
babička, stařenka, babičkou, babičky, bába

γιαγιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
babcia, babka, babunia, babci, babcią, babki

γιαγιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyanya, nagymama, nagyanyja, nagymamám, nagymamája, nagyanyám

γιαγιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ene, büyükanne, büyükannesi, büyükannem, anneannem, büyükanneniz

γιαγιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
баба, бабуся, бабця, бабушка, бабусю

γιαγιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyshe, gjyshja, gjyshja e, gjyshen, gjyshes

γιαγιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
баба, на баба, бабата, бабата на

γιαγιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бабуля, бабушка, бабка, бабулька

γιαγιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanaema, vanaemaga, vanaemale, vanaemal

γιαγιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
baka, baba, bake, je baka, baka je, baku

γιαγιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
amma, ömmu, amman, að amma

γιαγιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
avia

γιαγιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bobutė, senelė, močiutė, močiutės, močiutę

γιαγιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vecāmāte, vecmāmiņa, vecmāmiņu, vecmāmiņas, māte

γιαγιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бабата, баба, на баба, баба ми

γιαγιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bunic, bunică, bunica, bunicii, pe bunica, de bunica

γιαγιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
babica, babico, stara mama, babice, babica je

γιαγιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
babička, stará mama, babka, starká

Στατιστικά δημοτικότητας: γιαγιά

Τυχαίες λέξεις