Λέξη: πείνα

Σχετικές λέξεις: πείνα

πείνα του κνουτ χάμσουν, πείνα και δίψα, πείνα στην ελλάδα, πείνα στην εγκυμοσύνη, πείνα στην κατοχή, πείνα συνώνυμα, πείνα στην αφρική, πείνα 2012, πείνα στον κόσμο, πείνα και των γονέων

Συνώνυμα: πείνα

λιμός, μεγάλη έλλειψη, λιμοκτονία, ασιτία

Μεταφράσεις: πείνα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hunger, famine, starvation, hungry, starving
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hambre, el hambre, de hambre, del hambre
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hunger, dürsten, Hunger, Hungers, den Hunger
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faim, appétence, famine, la faim, de la faim
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fame, la fame, della fame, fame nel
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fome, hungria, a fome, da fome, de fome, à fome
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honger, hongeren, de honger, van honger, honger te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
голод, жажда, голодуха, голодание, голода, голодом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sult, hunger, sulten, hungrer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hunger, svält, hungern, svälten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
himottaa, himoita, nälkä, nälän, nälkää, nälkään, nälästä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sult, hunger, sulten, af sult, hungersnød
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
touha, lačnost, hlad, hladu, hladem, hladovět
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żądza, łaknienie, pożądanie, głód, głodu, głodem, głodowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éhség, éhezés, az éhezés, éhínség, az éhség
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acıkmak, açlık, açlığın, açlığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голод, голоду
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uri, uria, urisë, urie, e urisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глад, глада, гладна, на глада, гладът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
голад, голаду
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iha, nälg, nälja, nälga, näljahäda, näljaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glad, glađu, gladovati, gladi, ogladnjeti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sultur, hungur, hungri, hungra, hungrar, svengd
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fames
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
badas, alkis, bado, badą, alkio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsalkums, bads, alkas, bada, badu, izsalkumu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гладот, глад, со глад, гладта
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
foame, foamei, foametei, foamea, foamete
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lakota, hlad, glad, lakoto, lakote, lakoti, gladovno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlad, hladný, hladu

Στατιστικά δημοτικότητας: πείνα

Τυχαίες λέξεις