Troon στα ελληνικά
Μετάφραση: troon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρόνος, θρόνο, θρόνου, το θρόνο, θρόνο του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanmelding στα ελληνικά - είσοδος, λήμμα, εγγραφή, καταχώρηση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, ...
- bruidegom στα ελληνικά - ιπποκόμος, γαμπρός, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
- inwerken στα ελληνικά - επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
- kind στα ελληνικά - βρέφος, παιδί, ασήμαντος, μικρός, κατσικάκι, υπεξούσιος, νεαρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Troon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρόνος, θρόνο, θρόνου, το θρόνο, θρόνο του
Μεταφράσεις: θρόνος, θρόνο, θρόνου, το θρόνο, θρόνο του