Uitbrengen στα ελληνικά
Μετάφραση: uitbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κίνηση, κατασκευάζω, κινώ, καθαρός, εξαναγκάζω, εκτελώ, πράξη, απόλυτος, σαλεύω, εκστομίζω, αποδίδω, ξεστομίζω, φτιάχνω, κάνω, μετακομίζω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aardigheid στα ελληνικά - ψυχαγωγία, αστείο
- afwatering στα ελληνικά - υπερχείλιση, ξεχειλίζω, στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, ...
- hectoliter στα ελληνικά - εκατόλιτρο, εκατόλιτρο αλκοόλης, hl αλκοόλης
- kletteren στα ελληνικά - κροτώ, τραντάζω, κροταλίζω, πάταγος, κροτάλισμα, κλικ, τρίξιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Uitbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κίνηση, κατασκευάζω, κινώ, καθαρός, εξαναγκάζω, εκτελώ, πράξη, απόλυτος, σαλεύω, εκστομίζω, αποδίδω, ξεστομίζω, φτιάχνω, κάνω, μετακομίζω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Μεταφράσεις: κίνηση, κατασκευάζω, κινώ, καθαρός, εξαναγκάζω, εκτελώ, πράξη, απόλυτος, σαλεύω, εκστομίζω, αποδίδω, ξεστομίζω, φτιάχνω, κάνω, μετακομίζω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων