Λέξη: κακάο

Σχετικές λέξεις: κακάο

κακάο ρόφημα θερμίδες, κακάο ιδιότητες, κακάο θερμίδες, κακάο καφεϊνη, κακάο ρόφημα συνταγή, κακάο υγεία, κακάο ρόφημα, κακάο οφέλη, κακάο ρόφημα ιδιότητες, κακάο ιον

Συνώνυμα: κακάο

κοκοφοίνιξ, κακαόδεντρο

Μεταφράσεις: κακάο

κακάο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cocoa, cacao, of cocoa, cocoa calculated, of cocoa calculated

κακάο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cacao, de cacao, el cacao, del cacao, cacao en

κακάο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kakao, Kakao, Kakao-, Kakaos

κακάο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chocolat, cacao, de cacao, le cacao, du cacao, cacaoyère

κακάο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cacao, di cacao, cacao in, del cacao, il cacao

κακάο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cacau, de cacau, do cacau, chocolate, o cacau

κακάο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cacao, cacao-, van cacao, chocolademelk

κακάο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
какао

κακάο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kakao, Cocoa, av kakao, i Cocoa

κακάο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kakao, choklad, cocoa, kakaon

κακάο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaakao, kaakaota, kaakaon, kaakao-, kaakaota sisältävä

κακάο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kakao, af kakao, cocoa

κακάο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kakao, kakaové, kakaový, kakaa, kakaového

κακάο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kakao, kokos, kakaowe, kakaowego, kakaowy, kakao w

κακάο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kakaó, kakaót, a kakaó, cocoa

κακάο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kakao, Cocoa, Kakaolu

κακάο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
какао

κακάο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kakao, kakao për, kakao shtesë, kakaos, kakao i

κακάο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
какао, какаово, какао на, на какао

κακάο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
какава, какавы, какаву, какао

κακάο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kakao, kakaod, kakaota, kakao-, toiduvalmistised

κακάο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kakao, kakaa, kakao u, kakaom, kakaov

κακάο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kakó, kakói, kakaó, kakósmjör, kakaói

κακάο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kakava, kakavos, iš kakavos, cocoa

κακάο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kakao, kakao piedevu

κακάο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
какао, какаото, какао во, на какао, од какао

κακάο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cacao, de cacao

κακάο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kakav, kakava, kakavovo, kakav v, kakavovega

κακάο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kakaovník, kakao, kakaa

Στατιστικά δημοτικότητας: κακάο

Τυχαίες λέξεις