Λέξη: λιβάνι
Σχετικές λέξεις: λιβάνι
λιβάνι παρασκευή, λιβάνι συνταγή, λιβάνι αιθέριο έλαιο, λιβάνι ιδιότητες, λιβάνι λιβάνισμα, λιβάνι φυτό, λιβάνι ονειροκρίτησ, λιβάνι στα αγγλικά, λιβάνι αρσενικό, λιβάνι αγίου κυπριανού
Συνώνυμα: λιβάνι
θυμίαμα
Μεταφράσεις: λιβάνι
λιβάνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incense, frankincense, of incense
λιβάνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incienso, incensar, de incienso, el incienso, del incienso, incienso de
λιβάνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weihrauch, Weihrauch, Räucherwerk, Räucherstäbchen, Duft
λιβάνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irriter, encenser, agacer, inciter, exaspérer, exciter, encens, l'encens, d'encens, de l'encens, parfums
λιβάνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incenso, di incenso, l'incenso, dell'incenso, incensi
λιβάνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incenso, de incenso, incense, o incenso, incensos
λιβάνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wierook, reukwerk, van wierook, reukwerks
λιβάνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
курение, ладан, курильница, фимиам, благовония, ладана, благовоний
λιβάνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
røkelse, røkelsen, røkelse for, røkelse på
λιβάνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rökelse, rökelsen, offereld
λιβάνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suitsuke, suitsukkeita, suitsutusta, suitsukkeen, suitsuketta
λιβάνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
røgelse, opflamme, Offerild, røgelsen, incense
λιβάνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhněvat, podráždit, popudit, podkuřovat, kadidlo, kadidla, kadí, vonné tyčinky, incense
λιβάνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okadzać, kadzidło, rozdrażnić, rozwścieczać, podniecać, podniecić, kadzidła, incense, kadzenia, kadzielne
λιβάνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömjén, tömjénezés, füstölő, füstölőt, tömjént, füstölõ
λιβάνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
günlük, tütsü, incense, buhur, tütsülemek
λιβάνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ладан
λιβάνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
temjan, temjanin, temjani, temjanin e, digjte
λιβάνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тамян, темян, кадилния, тамяна
λιβάνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ладан
λιβάνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viiruk, incense, Suitsukeet, suitsutusrohtu, viiruki
λιβάνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tamjan, naljutiti, tamjana, incense, kâd, kad prinose
λιβάνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reykelsi, reykelsisfórnum, og reykelsisfórnum, ilmjurtir
λιβάνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsiutinti, įkiršinti, smilkalas, niršinti, pasmilkyti
λιβάνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīraks, vīraka, vīraku, vīraki
λιβάνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
темјан, темјанот, миризливи, мирис
λιβάνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tămâie, tămîie, tamaie, tămâia, de tămâie
λιβάνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žalit, kadila, timijan, kadilo, kadilom, kadil
λιβάνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kadidlo, tymian, kadivo, kadidla
Τυχαίες λέξεις