Uiteenvallen στα ελληνικά
Μετάφραση: uiteenvallen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- disputeren στα ελληνικά - διεκδικώ, διένεξη, διαφωνία, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ...
- fatsoeneren στα ελληνικά - μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
- kortzichtig στα ελληνικά - μυωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, μυωπική, κοντόφθαλμες, κοντόφθαλμης
- smoren στα ελληνικά - πνίγω, καταστέλλω, αποκρύπτω, στραγγαλίζω, καταπνίγω, σύννεφο, αποπνίγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Uiteenvallen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση