Καταρρέω στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instorten, ineenstorten, uiteenvallen, crisis, gieter, vormer, kneder, vermolmen, verkruimelen
Καταρρέω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταρρέω

καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταρρέω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταριέμαι στα ολλανδικά - verwensen, vervloeken, ketteren, vloeken, vloek, vervloeking, de vloek
  • καταρράκτης στα ολλανδικά - waterval, staar, cataract, grauwe staar, cataractoperatie, van cataract
  • καταρρακτώδης στα ολλανδικά - torrential, hevige, stromende, stortregens, overweldigende
  • καταρροή στα ολλανδικά - catarre, catarrh, catarrhus, slijmvliesontsteking, catarrhe
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: instorten, ineenstorten, uiteenvallen, crisis, gieter, vormer, kneder, vermolmen, verkruimelen